- μυννάκια
- μυννάκ-ια, [full] τά, a sort ofA shoe, from Μύννακος their maker, Poll.7.89.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μυννάκια — μυννάκια, τὰ (Α) [Μύννακος] είδος υποδημάτων, από το όνομα τού σκυτοτόμου Μυννάκου … Dictionary of Greek
μυννακούμαι — μυννακοῡμαι, όομαι (Α) [μυννάκια] φορώ μυννάκια … Dictionary of Greek